προϋπεργασία

προϋπεργασία
ἡ, Α [προϋπεργάζομαι]
1. προεργασία, προετοιμασία
2. (ρητ.) προπαρασκευή, προεισαγωγή στο θέμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”